- τεταρτοετής
- -ές, Ν1. αυτός που είναι τεσσάρων ετών2. αυτός που διανύει το τέταρτο έτος τών σπουδών του («τεταρτοετής φοιτητής»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τέταρτος + -ετής (< έτος). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.